- παρανομώ
- (ε) αμετ. нарушать закон; совершать беззаконие; действовать противозаконно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παρανομώ — παρανομώ, παρανόμησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παρανομώ — έω, ΝΜΑ [παράνομος] ενεργώ αντίθετα με τους νόμους, παραβαίνω, παραβιάζω το δίκαιο («τὸν τούτου ἐκβαίνοντα κολάζουσιν ὡς παρανομοῡντα τε καὶ ἀδικοῡντα», Πλάτ.) αρχ. 1. διαπράττω έγκλημα ή ύβρη («παρανομεῑν εἰς τὸ μαντεῑον», Διόδ.) 2. παθ.… … Dictionary of Greek
παρανομώ — παρανόμησα, ενεργώ ή ζω παράνομα, παραβαίνω τους νόμους, αδικώ: Όποιος δε σέβεται τους νόμους της πολιτείας, παρανομεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρανόμω — παράνομος lawless masc/fem/neut nom/voc/acc dual παράνομος lawless masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρανόμῳ — παράνομος lawless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρανόμωι — παρανόμῳ , παράνομος lawless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρανόμημα — τὸ, ΝΜΑ [παρανομώ] το αποτέλεσμα τού παρανομώ, πράξη αντίθετη με αυτά που ορίζει ο νόμος, ανόμημα, παρανομία … Dictionary of Greek
παρανόμησις — ήσεως, ἡ, Α [παρανομώ] η ενέργεια τού παρανομώ, η παραβίαση τών νόμων … Dictionary of Greek
αδικώ — (Α ἀδικῶ έω) 1. ενεργ. είμαι άδικος, διαπράττω αδικία σε βάρος κάποιου, τόν βλάπτω 2. παθ. υφίσταμαι αδικία ή μείωση αρχ. 1. (δικαν.) παρανομώ 2. (για παιχνίδια ή αγώνες) παίζω αντικανονικά 3. αποπλανώ, διαφθείρω 4. καταστρέφω 5. βλάπτω την υγεία … Dictionary of Greek
αθεμιστώ — ἀθεμιστῶ ( έω) (Α) [ἀθέμιστος] πράττω άνομα έργα, παρανομώ, αδικώ … Dictionary of Greek
ανομώ — (AM ἀνομῶ, έω) παρανομώ, παραβαίνω τους νόμους … Dictionary of Greek